- ενδοκρινολογία
- ητμήμα της βιολογίας και της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ενδοκρινολόγος — ο επιστήμονας ειδικός στην ενδοκρινολογία … Dictionary of Greek
ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… … Dictionary of Greek
Μαρανιόν, Γκρεγκόριο — (Gregorio Maranon, Μαδρίτη 1887 – 1960). Ισπανός γιατρός και συγγραφέας. Ειδικευόταν στην ενδοκρινολογία και είχε αποκτήσει διεθνή φήμη, χάρη σε κάποια εξαίρετα (και προχωρημένα για την εποχή τους) συγγράμματα σχετικά με τη σεξουαλική… … Dictionary of Greek
ενδοκρινολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ενδοκρινολογία ή τον ενδοκρινολόγο (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοκρινολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στην ενδοκρινολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)